- σιμωνία
- η церк, симония; спекуляция предметами религиозного культа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… … Dictionary of Greek
σιμωνία — η εμπορία της Θείας Χάρης από τους ιερωμένους: Αυτός ο κληρικός κρίθηκε ένοχος σιμωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιμωνιακός — ή, ό / σιμωνιακός, ή, όν, ΝΜΑ [σιμωνία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία 2. ο ένοχος σιμωνίας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… … Dictionary of Greek
симония — продажа и покупка духовных званий и мест , стар. Через франц. simonie из лат. simōniа от греч. σιμωνία, по имени халдейского волхва Симона (Деяния апостолов 8, 18). Едва ли прав Преобр. (II, 286), объясняя прямо из греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θεοκαπηλία — η 1. η χρηματική εκμετάλλευση των θείων, η καπηλεία τού ονόματος τού θεού 2. η χειροτονία κληρικών με δωροδοκία, η σιμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… … Dictionary of Greek
σιμωνίζω — Μ μιμούμαι τον Σίμωνα τον Μάγο, διαπράττω σιμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίμων (ΙΙ), κατά τα ρ. σε ίζω) … Dictionary of Greek
Βαλασόπουλος, Ιωάννης — (19ος αι.). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής με το κόμμα του Δημήτριου Βούλγαρη. Στην κυβέρνηση του 1873 διετέλεσε υπουργός Παιδείας, ενώ νωρίτερα είχε χρηματίσει και υπουργός Εξωτερικών για δύο… … Dictionary of Greek
Βενέδικτος — I Όνομα παπών και αντιπάπων της Kαθολικής Εκκλησίας. 1. Β. Α’, ο επονομαζόμενος Μπονόζο. Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (575 578). Ρωμαϊκής καταγωγής, διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των… … Dictionary of Greek